προσελκύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσελκύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσελκύω
- θα προσελκύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσελκύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσελκύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσέλκυση