προσκολλήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσκολλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκολλώ
- θα προσκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκολλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσκολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσκόλληση