προστήσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστήσας < αρχαία ελληνική προστήσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος προΐστημι < ἵστημι
Επίθετο
[επεξεργασία]προστήσας
- (νομικός όρος) κάποιος που αναθέτει σε άλλον (προστηθείς) τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης κρατώντας και την νομική ευθύνη για τις ενέργειές του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προστήσας
|