προσωπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωπικά < προσωπικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προσωπικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προσωπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσωπικός