προ ολίγου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προ ολίγου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρὸ ὀλίγου < μεσαιωνική ελληνική πρὸ ὀλίγου < < ελληνιστική κοινή πρὸ ὀλίγου < αρχαία ελληνική πρὸ ὀλίγου < πρό + ὀλίγος

Επίρρημα[επεξεργασία]

προ ολίγου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]