πρωιμοθερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωιμοθερίζω < πρώιμος + -ο- + θερίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωιμοθερίζω (παθητική φωνή: πρωιμοθερίζομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]