πσκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πσκ < Παρασκευοσαββατοκύριακο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- όπως το αντίστοιχο σκ (για το Σαββατοκύριακο) η λεξή αυτή πιθανότατα έχει προέλευση τη στρατιωτική συνθηματική γλώσσα όπου δηλώνει άδεια από ανωτέρους για το εν προκειμένω διάστημα
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]πσκ συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Παρασκευοσαββατοκύριακο), μόνο γραπτώς
- (στρατιωτική αργκό) άδεια για το Παρασκευοσαββατοκύριακο
- (διαδικτυακή αργκό) το τριήμερο από τη Παρασκευή έως τη Κυριακή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πουσουκού (προφορικό)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πσκ
|