σκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκ < Σαββατοκύριακο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • πιθανώς προήλθε από τη συνθηματική γλώσσα του στρατού όπου χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ στρατιωτών για δήλωση άδειας για το εν προκειμένω διάστημα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /suˈku/

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

σκ συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Σαββατοκύριακο) άκλιτο, μόνο στον γραπτό λόγο

  1. (στρατιωτική αργκό) άδεια για το Σαββατοκύριακο
    Σιγά μη μου δώσουν σκ τα καθοίκια να βγω για κάνα ποτό με τα παιδιά.
  2. (διαδικτυακή αργκό)
    1. (ως ουσιαστικό) το Σαββατοκύριακο
    2. (ενάρθρως, επιρρηματικά) κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου
      Κι εσύ; Θα κάτσεις σπίτι το σκ;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]