σουκού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουκού < από λαϊκή εκφορά των γραμμάτων σίγμα και κάππα στη λέξη Σαββατοκύριακο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /suˈku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐κού
Συντομομορφή
[επεξεργασία]σουκού συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Σαββατοκύριακο) άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό, στρατιωτική αργκό, προφορικό) άλλη μορφή του σκ
- ※ Πόσες φορές σου έχει τύχει να ξυπνάς Δευτέρα πρωί και η πρώτη σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό είναι «Πότε πρόλαβε και πέρασε το Σαββατοκύριακο»; Υποθέτω αρκετές, σε εμένα συμβαίνει τουλάχιστον. Ωστόσο υπάρχει ένα… μυστικό, το οποίο μπορεί να κάνει τα σουκού σου να μοιάζουν ατέλειωτα, μακρόπνοα και κυρίως ξεκούραστα (Πέντε tips για να κρατάνε περισσότερο τα σουκού σου, 1/6/2019, queen.gr [1])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουκού
|