πυρακτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρακτώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρακτόω / πυρακτῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική πῦρ + ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ɾaˈkto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρα‐κτώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

πυρακτώνω (παθητική φωνή: πυρακτώνομαι)

  1. υπερθερμαίνω κάτι έως ότου γίνεται πια διάπυρο, να κοκκινίζει και να λάμπει
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι πολύ ζεστό, να καίει όταν το αγγίζει κάποιος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πυρακτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)