πυραμιδωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυραμιδωτά < πυραμιδωτός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πυραμιδωτά
- με πυραμιδωτό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυραμιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πυραμιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πυραμιδωτός