σλαυϊκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σλαυϊκές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους (σλαυϊκή) του σλαυϊκός· παρωχημένη γραφή του σλαβικές