σμερφάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμερφάρω < σμερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική smurf

Ρήμα[επεξεργασία]

σμερφάρω , αόρ.: σμερφάρισα/σμέρφαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Αφού το παιχνίδι δεν είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας, όταν αγόρασα υπολογιστή αναγκάστηκα να σμερφάρω μέχρι να καταταχθώ πάλι εκεί που ήμουνα.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σμέρφαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σμερφάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]