σπερματορροϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σπερματορροϊκά < σπερματορροϊκός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σπερματορροϊκά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματορροϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σπερματορροϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπερματορροϊκό