σπριντ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπριντ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprint

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπριντ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) είδος αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης
  2. (μεταφορικά) γρήγορο σύντομο τρέξιμο για την κάλυψη μικρής απόστασης σε περίπτωση ανάγκης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]