στέγαστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈste.ɣa.stɾa/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
στέγαστρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέγαστρο