σταλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταλάζω < ελληνιστική κοινή σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω / στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂g-

Ρήμα[επεξεργασία]

σταλάζω

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά, μεταβατικό) χύνω αργά αργά, σταγόνα σταγόνα
  2. (κυριολεκτικά, μεταφορικά, αμετάβατο) χύνομαι αργά αργά, σταγόνα σταγόνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]