κατασταλακτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασταλακτός < κατασταλάζω, κατα-σταλακ- + -τός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.sta.laˈktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐στα‐λα‐κτός
Επίθετο[επεξεργασία]
κατασταλακτός, -ή, -ό
- που τον αφήνουν να κατασταλάξει
- (παρωχημένο) κατασταλακτός καφές
- άλλες μορφές: κατασταλαχτός
- ≠ αντώνυμα: ακαταστάλακτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασταλακτός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κατασταλακτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)