στερεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στερεύω[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
στερεύω
- παύω να βγάζω υγρό
- παύω να έχω νερό
- ※ Ο Τάνος ποταμός, παρά τον μεγαλόπρεπο ορισμό του, το καλοκαίρι στέρευε. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (για θηλαστικά ζώα) σταματά το γάλα
- (για δάκρυα)
- ↪ στέρεψαν τα δάκρυά μου, στέρεψαν τα μάτια μου
- (μεταφορικά) παύω να είμαι δημιουργικός
- ↪ στέρεψα από καινούριες ιδέες
- παύω να έχω νερό
- (λαϊκότροπο) συνώνυμο του στερώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεύω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στερεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)