στιλβώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
στιλβώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στιλβώνω
- θα στιλβώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στιλβώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
στιλβώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στίλβωση