συγγενής πάθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- νόσημα ή πάθηση που επιβαρύνει κάποιον από την ώρα που γεννιέται, εκ γενετής, από την εμβρυική ζωή, λόγω κληρονομικότητας ή προβλημάτων της κύησης, σε αντιδιαστολή προς τα επίκτητα προβλήματα υγείας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγγενής πάθηση