συγκαλύψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκαλύπτω
- θα συγκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συγκαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκάλυψη