συγκατανεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συγκατανεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκατανεύω
  2. θα συγκατανεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκατανεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

συγκατανεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκατάνευση