συμπαρουσιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαρουσιάζω < συμ- + παρουσιάζω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική copresent

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρου‐σι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπαρουσιάζω (παθητική φωνή: συμπαρουσιάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]