συμπαρουσιάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπαρουσιάστρια < συμπαρουσιαστ(ης) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾu.siˈa.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρου‐σι‐ά‐στρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπαρουσιάστρια θηλυκό
- θηλυκό του συμπαρουσιαστής
- ※ Καλοκαίρια και χειμώνες, σε πρωινές ενημερωτικές εκπομπές κυρίως, ευδοκιμεί ακόμη η ανάγκη της σιωπηλής συμπαρουσιάστριας. Είναι να απορείς γιατί, αν και την απάντηση την ξέρεις. Όλοι, και εν προκειμένω όλες, από κάπου ξεκινάνε.
- Χριστίνα Γαλανοπούλου, Βουβές «συμπαρουσιάστριες»: Η πλέον αναχρονιστική και απολύτως σεξιστική συνθήκη της ελληνικής τηλεόρασης, lifo.gr, 23 Οκτωβρίου 2021
- ※ Καλοκαίρια και χειμώνες, σε πρωινές ενημερωτικές εκπομπές κυρίως, ευδοκιμεί ακόμη η ανάγκη της σιωπηλής συμπαρουσιάστριας. Είναι να απορείς γιατί, αν και την απάντηση την ξέρεις. Όλοι, και εν προκειμένω όλες, από κάπου ξεκινάνε.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συμπαρουσιαστής
συμπαρουσιάστρια
|