συμφιλίωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμφιλίωσης θηλυκό
- γενική ενικού του συμφιλίωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συμφιλιώσεως (λόγιο)
συμφιλίωσης θηλυκό