συνομολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνομολογώ < αρχαία ελληνική συνομολογέω / συνομολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

συνομολογώ (παθητική φωνή: συνομολογούμαι)

  1. (λόγιο) συμφωνώ και παραδέχομαι τα ίδια πράγματα με κάποιον άλλο
  2. (νομικός όρος) συνάπτω συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου
  3. (πολιτική) συνάπτω (διακρατική) συμφωνία ή συνθήκη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διομολογώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]