συχωρεμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

συχωρεμένη και συγχωρημένη (και λαϊκά σχωρεμένη)

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]