σφύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφύζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφύζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφύ‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σφύζω
- πάλλομαι, χτυπώ δυνατά
- (μεταφορικά) είμαι γεμάτος ζωντάνια, ευρωστία
- ↪ το χωριό έσφυζε από κίνηση και ζωή
Κλίση[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)