τίκτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τίκτομαι < μέση και παθητική φωνή του ρήματος τίκτω

Ρήμα[επεξεργασία]

τίκτομαι

  1. (μέσο) γεννώ
    ἀέρα περινέφελον, ὃν Ἔρεβος ἐτέκετο (Αριστοφάνης, Όρνιθες, 1195)
  2. (παθητικό) γεννιέμαι
    Ἤν τις κυϊσκομένη γῆν ἐπιθυμέῃ ἐσθίειν ἢ ἄνθρακας καὶ ἐσθίῃ, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ παιδίου φαίνεται, ὁκόταν τεχθῇ, σημεῖον ἀπὸ τῶν τοιούτων. (Ιπποκράτης)
    ἔστι δ΄ Ὠρίωνος μνῆμα ἐν Τανάγρᾳ καὶ ὄρος Κηρύκιον, ἔνθα Ἑρμῆν τεχθῆναι λέγουσι (Παυσανίας)
    • (μεταφορικά)
      Ἂν τοῦτο ᾖ, οὐδὲ τεχθήσεταί τι πονηρὸν ἐν τῇ διανοίᾳ (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Οι παθητικοί τύποι δεν απαντώνται στους Αττικούς συγγραφείς. Χρησιμοποιούνταν συνήθως το τρίτο πρόσωπο της παθητικής φωνής και το απαρέμφατο.