ταμειακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμειακά < ταμειακός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ταμειακά

έλεγξα τα λογιστικά μου και είμαι ταμειακά εντάξει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ταμειακά