τράι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τράι < (άμεσο δάνειο) αγγλική try
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράι ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) τρόπος σκοραρίσματος στο ράγκμπι όπου ένας επιθετικός ακουμπάει την μπάλα στο έδαφος πίσω από την τελική γραμμή του αντιπάλου
- ※ Τράι (try): 5 πόντοι: όταν ο επιθετικός μεταφέρει την μπάλα με τα χέρια και την ακουμπήσει στο έδαφος πίσω από την τελική γραμμή.
- Ηλίας Ζαπαρτίδης, RUGBY Union - Οι Φυσιολογικές Απαιτήσεις του Αθλήματος και τα Χαρακτηριστικά των Αθλητών, handball.org.gr
- ※ Η ομάδα που θα πετύχει τράι, έχει την ευκαιρία να κερδίσει δύο ακόμη πόντους, το λεγόμενο κονβέρσιον (conversion), περνώντας τη μπάλα με λάκτισμα πάνω από το οριζόντιο δοκάρι και ανάμεσα στα δύο κάθετα δοκάρια (στο πάνω τμήμα του Η). Για το λάκτισμα η μπάλα τοποθετείται σε συγκεκριμένη απόσταση από την τελική γραμμή, στο ύψος που ο επιθετικός πέτυχε το τράι.
- Κώστας Χολίδης, Ράγκμπι στη Λεωφόρο μισό αιώνα μετά, sport24.gr, 23 Φεβρουαρίου 2014
- ※ Όταν ακουμπάς την μπάλα κάτω το λέμε «τράι» και όταν βάζεις γκολ μετά το λέμε «κονβέρσιον» (μετατροπή).
- Γ. Μαραζιώτης, Ράγκμπι αλά… ελληνικά!, fosonline.gr, 2 Απριλίου 2019
- ※ Τράι (try): 5 πόντοι: όταν ο επιθετικός μεταφέρει την μπάλα με τα χέρια και την ακουμπήσει στο έδαφος πίσω από την τελική γραμμή.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)