σκοράρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοράρισμα ουδέτερο
- (αθλητισμός) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοράρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκορ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοράρισμα
|