τροχιακό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχιακό ουδέτερο

  • (φυσική) σχήμα ηλεκτρονιακού νέφους πιθανοτήτων

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τροχιακό