τσεκουράτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσεκουράτα < τσεκουράτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
τσεκουράτα
- με τσεκουράτο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσεκουράτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τσεκουράτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσεκουράτος