τσιν τσαν τσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιν τσαν τσον < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τσιν τσαν τσον άκλιτο
- (σκωπτικό, εθνικά μειωτικό) μίμηση της κινεζικής γλώσσας
- (μεταφορικά) για ακαταλαβίστικα, αλαμπουρνέζικα
- → δείτε τη λέξη κινέζικα