υπερακοντίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπερακοντίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερακοντίζω
  2. θα υπερακοντίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερακοντίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

υπερακοντίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερακόντιση