υποστηρίξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υποστηρίξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποστηρίζω
- θα υποστηρίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποστηρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υποστηρίξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποστήριξη