υπόκειμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόκειμαι < αρχαία ελληνική ὑπόκειμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpo.ci.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
υπόκειμαι
- βρίσκομαι κάτω από κάτι
- καθορίζομαι από κάποιον / κάτι σε σχέση εξάρτησης με την εξουσία / δικαιοδοσία / αρμοδιότητά του
- οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους
- επιδέχομαι, μπορώ να υποστώ κάτι
- η περίπτωση αυτή υπόκειται σε αξιόλογηση
- (ειδικότερα) αποτελώ υποθετική βάση συλλογισμού ή επιχειρήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόκειμαι
|