φασκωλόμυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασκωλόμυς < φάσκωλος + μυς.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φασκωλόμυς αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]