φαστφούντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαστφούντ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) είδος τυποποιημένων φαγητών για γρήγορη εξυπηρέτηση
- (κατ’ επέκταση) κατάστημα γρήγορης εστίασης