φημίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φημίζομαι < φήμη

Ρήμα[επεξεργασία]

φημίζομαι

  1. είμαι γνωστός για κάτι, είμαι καλός σε κάτι
    φημίζεται για το μπακλαβά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]