φτιαχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φτιαχτά < φτιαχτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φτιαχτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτιαχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φτιαχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φτιαχτό