φτωχοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φτωχοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φτωχοποιώ
- θα φτωχοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φτωχοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φτωχοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φτωχοποίηση