χι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χεῖ (ελληνιστική γραφή: χῖ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χι ουδέτερο άκλιτο
- το όνομα του εικοστού δεύτερου γράμματος του ελληνικού αλφάβητου (χ, κεφαλαίο: Χ). (δέκατο έκτο στην αρχαία)
- (για σχήμα) ό,τι έχει το σχήμα του Χ, χιαστός
- (επαναλαμβανόμενο) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει λεπτό γέλιο
- → δείτε τη λέξη χι χι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελληνικό αλφάβητο
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)