χλίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω) (ομόρριζο με τα χλεύη, χλωρός, χλαρός και χλιδή)

Ρήμα[επεξεργασία]

χλίω [ ]

  1. γίνομαι μαλακός, μαλθακός
  2. γίνομαι θερμός
  3. ζω άσωτα
  4. κοκορεύομαι, υπερηφανεύομαι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]