χρυσοφορέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοφορέω < χρυσοφόρος

Ρήμα[επεξεργασία]

χρυσοφορέω

  1. είμαι ντυμένος με χρυσή στολή
  2. φοράω χρυσαφικά ή απλώς χρυσό δαχτυλίδι
  3. πληρώνω φόρο σε χρυσάφι (ελληνιστική έννοια]])