χωλαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χωλαίνω < αρχαία ελληνική χωλαίνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xoˈle.no/

χωλαίνω

  1. (αμετάβατο) είμαι χωλός
     συνώνυμα: κουτσαίνω
  2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) δεν εξελίσσομαι όσο πρέπει, δε λειτουργώ όπως πρέπει
     συνώνυμα: βραδυπορώ, καθυστερώ, μειονεκτώ
     αντώνυμα: πλεονεκτώ, προτρέχω
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον χωλό, του προκαλώ βλάβη στα πόδια ή δυσκολία στο περπάτημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χωλαίνω < χωλός + -αίνω

χωλαίνω

  1. (αμετάβατο) χωλαίνω, κουτσαίνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

χωλεύω