χωριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χωριστικά < χωριστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]χωριστικά
- με τρόπο που χωρίζει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χωριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χωριστικό