ψυχαναλύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ψυχαναλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαναλύω
- θα ψυχαναλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαναλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψυχαναλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχανάλυση